- εὐανάληπτος
- εὐ-ανά-ληπτος, leicht aufzunehmen, wiederzuerhalten; τινός, leicht etwas aufnehmend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευανάληπτος — εὐανάληπτος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που λαμβάνει, δέχεται κάτι εύκολα, αυτός που είναι ικανός για κάτι, ο επιδεκτικός αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασύρει εύκολα 2. ιατρ. α) αυτός που επανορθώνεται εύκολα β) (για μέλος τού σώματος που… … Dictionary of Greek
εὐαναλήπτως — εὐανάληπτος easy to recover adverbial εὐανάληπτος easy to recover masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάληπτον — εὐανάληπτος easy to recover masc/fem acc sg εὐανάληπτος easy to recover neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάληπτα — εὐανάληπτος easy to recover neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάληπτοι — εὐανάληπτος easy to recover masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)